εκτεκνώ

εκτεκνώ
ἐκτεκνῶ (-όω) (Α)
1. γεννώ, παράγω
2. μέσ. ἐκτεκνοῡμαι με την ίδια σημασία («παῑδας ἐκτεκνούμενος λάθρα» γεννώντας παιδιά κρυφά, Ευριπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”